- ταξιθέτης
- ο , ταξιθέτρια и ταξιθέτις (-ιδος) η билетёр, -ша; капельдинер (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταξιθέτης — ο, θηλ. ταξιθέτρια και ταξιθέτρα Ν 1. αυτός που ταξινομεί κάτι 2. υπάλληλος που οδηγεί τους θεατές στις θέσεις τους σε δημόσιο θέαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάξη / τάξις + θέτης (< τίθημι), πρβλ. στοιχειο θέτης] … Dictionary of Greek
ταξιθέτης — ο θηλ. ταξιθέτρια 1. ταξινόμος. 2. υπάλληλος που οδηγεί στις θέσεις τους θεατές δημόσιου θεάματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταξιθετώ — Ν [ταξιθέτης] 1. τοποθετώ στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, ταξινομώ 2. (σχετικά με χώρους δημόσιων θεαμάτων) είμαι ταξιθέτης … Dictionary of Greek
ταξιθεσία — η, Ν [ταξιθέτης] η εργασία ταξινόμησης εγγράφων, δελτίων, εικόνων για να διευκολύνεται η χρήση τους … Dictionary of Greek
ταξιθετώ — ταξιθέτησα, ταξιθετήθηκα, ταξιθετημένος 1. τοποθετώ στη σειρά, ταχτοποιώ, ταξινομώ: Ο ταχυδρόμος πρώτα ταξιθετεί τις επιστολές του. 2. είμαι ταξιθέτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)